εκτελευτώ

εκτελευτώ
ἐκτελευτῶ (-άω) (Α)
1. φέρω εντελώς εις πέρας, αποτελειώνω
2. (αμτβ.) τελειώνω, παίρνω τέλος
3. το παθ. ἐκτελευτῶμαι
λήγω, σταματώ, παίρνω τέλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”